- επανακαλώ
- (AM ἐπανακαλῶ, -έω)ανακαλώ, μετακαλώ κάποιον εκ νέου, τόν επαναφέρω στην προηγούμενη κατάσταση («επανακαλούνται όλοι οι αδειούχοι»)μσν.σώζωαρχ.-μσν.1. επικαλούμαι επί πλέον («ἰήιον ἐπανακαλέω Παιᾱνα», Αισχύλ.)2. απλώς επικαλούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.